- σαπρογόνος
- ος, ο[ν] сапрогенный, гноеродный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σαπρογόνος — ο, Ν (για μικροοργανισμούς) αυτός που προκαλεί σήψη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. saprogen < sapro (< σαπρός) + gen (< γένος), το οποίο στην Ελληνική αποδίδεται με το γόνος (< γόνος)] … Dictionary of Greek